- Αρχοντική
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 268 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρχοντικῇ — ἀρχοντικός of an archon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντική — ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχοντιά — η (Μ ἀρχοντιά και ία) [άρχων] 1. η αρχοντική συμπεριφορά («και τ όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγα ήτονε τσ αρετής πηγή και τσ αρχοντιάς η φλέγα») 2. το να είναι κανείς άρχοντας, να έχει ευγενική καταγωγή ή να κατέχει κάποιο αξίωμα 3. τα… … Dictionary of Greek
Rethymno — Gemeinde Rethymno Δήμος Ρεθύμνου … Deutsch Wikipedia
Σκάλδος — Όνομα (που προέρχεται ίσως από το αρχαίο ισλανδικό scel = αφήγηση ή, πιθανότερα, από το skalda = ραβδί, πάνω στο οποίο χαράζονταν με ρουνικά γράμματα κατάρες και εξορκισμοί εναντίον των εχθρών) το οποίο χαρακτήριζε τους ποιητές πολεμιστές (μη… … Dictionary of Greek
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
αρχοντοκαμωμένος — η, ο αυτός που έχει αρχοντική εμφάνιση … Dictionary of Greek
αφεντομαθημένος — η, ο αυτός που ανατράφηκε αρχοντικά, ο συνηθισμένος σε ζωή αρχοντική … Dictionary of Greek
διώμα — το (Μ διῶμα) 1. αρχοντική εμφάνιση, καμάρι 2. παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιδίωμα, με σίγηση του αρχικού ι ] … Dictionary of Greek